- σαρκοβόρος
- -α, -ο / σαρκοβόρος, -ον, ΝΑ1. (για οργανισμούς) αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοφάγοςνεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. τα σαρκοβόραζωολ. τα σαρκοφάγα2. φρ. «σαρκοβόρο φυτό»βοτ. φυτό ειδικά προσαρμοσμένο για να συλλαμβάνει έντομα και άλλα μικρά ζώα και να τρέφεται με αυτά υποβάλλοντάς τα στην αποσυνθετική δράση πεπτικών ενζύμων και βακτηρίων, αλλ. εντομοφάγο φυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -βόρος (< βορά), πρβλ. παιδο-βόρος, ωμο-βόρος].
Dictionary of Greek. 2013.